αινοτόκεια

αινοτόκεια
αἰνοτόκεια, η (Μ)
αυτή που ατύχησε στη μητρότητα, η άτυχη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + -τόκεια < τίκτω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αἰνοτόκεια — unhappy in being a mother fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”